Έγραψαν

Ο Γιώργος Τσαντίκος στον Αναγνώστη για το “Έχω όλους τους δίσκους τους”

23.04.2015

Ήταν τρεις. Χώρια ο σκύλος. Είχαν ραντεβού. Είχαν κομάρες από το χτεσινό αλκοόλ. Όχι όλοι. Ο Χαράλαμπος Παπαθανασόπουλος είχε εγκαταλείψει χρόνια τώρα τους στίβους της μπάρας. Ήταν αρχισυντάκτης σε μεγάλο μουσικό περιοδικό πια και τις παρακμιακές στραβοτιμονιές τις είχε κλείσει καλά στο πατάρι. Φορ ολντ τάιμς σέικ όμως, βρισκόταν με τους παλιούς του συντρόφους στην αρένα της μουσικής εκτίμησης.

Ο Τάκης Μπαλούρδος, Έλλην, ήταν απόμαχος. Λογιστής πια, με τρία παιδιά που το μεγαλύτερο πήγαινε πρώτη λυκείου, ήταν φωτοτυπία του παλιού καλού του εαυτού. Ακόμα και σε αυτό το μυστικό ραντεβού, στο υπόγειο όπου παλιά στεγαζόταν το δισκοπωλείο τους. Τώρα, έξω από την πόρτα εμποροβιοτεχνικές οργανώσεις κολλούσαν αφίσες «δεν ήταν κακός έμπορος, έκλεισε λόγω κρίσης».

Δεν είχε κλείσει λόγω κρίσης.

«Τάκη, ίδιος είσαι πανάθεμά σε» είπε ο Χαράλαμπος κάνοντας ένα συνηθισμένο κομπλιμάν που δεν πίστευε. Ο Τάκης, κρατούσε ένα φοξ τεριέ, που ήταν και η δικαιολογία του για να βγει Κυριακή πρωί από το σπίτι. «Πάω το σκύλο βόλτα» είχε πει. Το τεριέ μύριζε σαν δαιμονισμένο τις γωνίες του ευρύχωρου υπογείου, σημάδι ότι ζωική και ανθρώπινη ουσία είχε κατατεθεί εκεί.

«Και εσύ Χαραλάμπη» είπε ο Μπαλούρδος, χωρίς να το πιστεύει και αυτός. Ιν φακτ, ο νυν αρχισυντάκτης ήταν καλύτερος τώρα. Όταν είχαν το δισκάδικο, ήταν ένα νερντ της κακιάς ώρας. Τώρα, ήταν ώριμο όνειρο για με το ζόρι ενήλικες γκρούπιζ.

Ο λόγος της συνάντησης, ήταν στα χέρια του Παπαθανασόπουλου. «Έχω όλους τους δίσκους τους» έλεγε το βιβλίο. «Το διάβασες;». «Ναι» ήταν οι επόμενες κουβέντες.

«Μ’ άρεσε, δε λέω. Είναι σίγουρα ενδιαφέρουσα μια ελληνική λογοτεχνική προσέγγιση, εκεί που είχαμε πήξει με την ιστοριογραφία της ελληνικής σκηνής και την αγιοποίηση όποιου σχεδόν κράτησε κιθάρα ή μικρόφωνο στα χέρια του. Αλλά αυτή η εμμονή με τους Husker Du…» είπε ο Μπαλούρδος.

«Άρρηκτη η σχέση σου με τη μιζέρια παλιέ φίλε» απάντησε ο αρχισυντάκτης με ύφος που σήκωνε ίσα με τέσσερις μπουνιές. «Εγώ πιστεύω ότι είναι πραγματικά ρηξικέλευθη η προσέγγιση του ποστ πανκ και της αφτιασίδωτης μουσικής δημιουργίας από έναν έλληνα δημιουργό, που ανοίγει τους δρόμους και πρωτοπορεί και για άλλους συγγραφείς…»

« 450 λέξεις, να τυπώσω;» είπε ο Τάκης με σαρκασμό που τον κατάλαβε μέχρι και ο σκύλος.

Την ίσως και πιθανή σύρραξη, πρόλαβαν τα βήματα στα σκαλοπάτια.

Αυτός που κατέβαινε, ήταν ο Γουλιέλμος Βινυλιέν, κόμης του Ρολινγκστόν. Φύσαγε έναν ελληνικό μέτριο στο δεξί του χέρι, στο αριστερό κρατούσε το βιβλίο που κρατούσαν και οι άλλοι δύο. Φορούσε μακριά πέτσινη καμπαρντίνα και τα μαλλιά του γκριζάρανε φανερά παντού. Ο σκύλος έτρεξε να μυρίσει τις μπότες του και αυτός του ‘ριξε ένα βλέμμα που τον έστειλε πίσω στη γωνία του. Μύριζε οινόπνευμα από μακριά. Όχι γιατί είχε βάλει σε κάποια πληγή του, αλλά γιατί το διύλιζε ο οργανισμός του από κάθε πόρο του.

«Θανάση!» είπαν και οι δύο ήδη υπάρχοντες στο χώρο. Έτσι ήταν κατά κόσμο γνωστός ο πρώην συνεταίρος τους. Χαμογέλασε, όπως χαμογελάει η κόμπρα όταν αντικρίζει για πρώτη φορά το υποψήφιο δείπνο.

«Γεια σας παλιοκαργιόληδες. Χρόνια και ζαμάνια», χαιρέτισε. «Σας άκουγα από το κεφαλόσκαλο και δεν ήθελα να διακόψω τις μαλακίες σας». Η θερμοκρασία έπεσε αυτόματα πέντε βαθμούς στο υπόγειο.

«Χαράλαμπε, ό,τι προκάτ ετοιματζίδικο γράφεις στη φυλλάδα σου το σκέφτηκες ήδη. Μπαλούρδε, έχεις τις καλύτερες προθέσεις, αλλά η χολή δεν φτάνει για να βλέπεις μακριά».

Και οι δύο μαζεύτηκαν σα να τους χτύπησε το αγιάζι. Ο αρχισυντάκτης σκέφτηκε και ένα σχετικό τραγούδι του Καλδάρα, γιατί θα έδιναν cd με το επόμενο τεύχος. Έκανε μια σημείωση να συμπεριλάβουν και αυτό στην επιλογή.

«Το βιβλίο είναι ζόρικο. Έχει συναισθήματα και δεν ντρέπεται γι αυτά. Οι ήρωες ξεγυμνώνονται ο ένας απέναντι στον άλλο και μπροστά στους αναγνώστες» συνέχισε ο κόμης Θανάσης. «Έχει πλάκα, έχετε διαβάσει πιο εικονοκλαστική απεικόνιση του πάνθεου της ελληνικής σκηνής που να μην είναι ούτε προσβλητική, ούτε αγιογραφική, αλλά να μαρτυράει εκτίμηση για αυτήν;». Έριξαν ακόμα πιο χαμηλά τα μάτια τους. Σέβονταν και φοβόντουσαν μαζί τον κόμη, γιατί είχαν ακούσει ότι κάποτε έθαψε έναν κριτικό που έβαλε 6/10 στο … but Seriously του Φιλ Κόλινς. Τον έθαψε κυριολεκτικά, κάπου στα Τουρκοβούνια, κανείς δεν τον ξαναείδε πια.

«Δεν δοξολογεί αυτό που ακούει, το κρίνει και το περιγράφει, όπως θέλει να είναι. Αν είναι έτσι, έχει καλώς. Αν δεν είναι και πάλι δεν θα πεθάνουμε. Και να πεθάνουμε δηλαδή, ο κόσμος δεν σταματάει. Πεπερασμένη η ανθρώπινη φύση, καργιόληδες. Τα έργα της όμως, όχι» κατέληξε ο κόμης, αλλάζοντας την έκφρασή του σε πιο φανερή στοργή και μια ικμάδα αναγνώρισης της παλιάς φιλίας.

«Άλλωστε, πάντα ο κόσμος χρειάζεται κάτι καλό να διαβάσει την Κυριακή*» είπε πιάνοντάς τους από τους ώμους και προσπαθώντας αποτυχημένα να κάνουν κινηματογραφικό φέιντ άουτ, ανεβαίνοντας τη σκάλα που ίσα-ίσα χώραγε το σκύλο.

*The Leader (The Clash-Sandinista!)

[Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ]