Έγραψαν

Ο Θανάσης Αντωνίου στο Διάστιχο για το "Έχω όλους τους δίσκους τους"

23.04.2015

Ένα ξέφρενο πηγαινέλα στη δεκαετία του 1980

«Οι δίσκοι της ζωής μου δεν έχουν μόνο καλά τραγούδια, είναι η ιστορία μου, μέρος της μόρφωσής μου, αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχοσύνθεσής μου... Η απόκτηση των πρώτων δεκάδων δίσκων μού προσέφερε τη μοναδική αγωνία και συγκίνηση της ιεροτελεστίας, η οποία άρχιζε απ' την ανάγνωση των πληροφοριών της ετικέτας και την τοποθέτησή τους πάνω στο πικάπ...»

Ο Σίμος Μπάνσης, ο ήρωας στο πρώτο μυθιστόρημα του Βορειοελλαδίτη συγγραφέα Μπάμπη Αργυρίου, είναι ένας άνθρωπος που έρχεται από τη δεκαετία του 1980, όταν οι δίσκοι κοσμούσαν τις βιτρίνες και βάραιναν τα ράφια στα χιλιάδες δισκάδικα όλης της χώρας. Πριν φτάσει ο καιρός να πωλούνται σε απρόσωπα πολυκαταστήματα μαζί με λάπτοπ, κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικές συσκευές. Ήταν μια εποχή που όταν πραγματοποιούνταν punk συναυλίες «δεν υπήρχε σκηνή, ήταν όλοι με σφιγμένα κορμιά, ούρλιαζαν, χόρευαν, κι αν δεν ήταν τα όργανα και τα μικρόφωνα, δε θα μπορούσες να ξεχωρίσεις ποιος ήταν το συγκρότημα και ποιος το κοινό».

ΤΑ ΘΕΛΩ ΟΛΑ ΚΑΙ ΤΑ ΘΕΛΩ ΤΩΡΑ

Ο 40άρης ήρωας στο πρώτο αυτό μυθιστόρημα του Μπάμπη Αργυρίου, άεργος για μακρό χρονικό διάστημα, ζει μέσα σε ένα «νεφέλωμα»: η ζωή του κινείται γύρω από τη λατρεία της μουσικής, τη συλλογή δίσκων, την παρακολούθηση της πορείας εκατοντάδων αγαπημένων του συγκροτημάτων, των συναυλιών που δίνουν στην πόλη του κι αλλού. Μοιράζει τον χρόνο του σε δισκοπωλεία της Θεσσαλονίκης αναζητώντας δίσκους βινυλίου και πίνοντας με την παρέα του στα μπαρ της πόλης, συζητώντας κυρίως για μουσική. Ζει μόνος του αλλά με την οικονομική βοήθεια των γονιών του και ονειρεύεται να γίνει σκηνοθέτης cult ταινιών. Τη μάλλον μονότονη αλλά οπωσδήποτε συναισθηματικά επίπεδη ζωή του έρχεται να ταράξει μια συγκλονιστική αλληλουχία γεγονότων: πιάνει (καθ' υπόδειξη των γονιών του) μια αδιάφορη αλλά σταθερή δουλειά σε τηλεφωνική εταιρεία, αποκτά ωριαία εβδομαδιαία εκπομπή σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό και ερωτεύεται παράφορα μια όμορφη Dj σε ένα από τα rock στέκια της πόλης. Η συναισθηματική αφασία του μετατρέπεται μέσα σε λίγες εβδομάδες σε ηφαίστειο πρωτόγνωρων αισθήσεων, σε οργιαστική rock συναυλία.

Ο Σίμος Μπάνσης είναι όμως προορισμένος να γευτεί το πικρό ποτήρι της απώλειας και μάλιστα με τον πιο οδυνηρό τρόπο και από εκείνο το σημείο η ευτυχία τον εγκαταλείπει, η ζωή του γίνεται από ένα χορευτικό punk τραγούδι ένας gothic θρήνος. Η διαχείριση της απώλειας και η οδύνη, όπως άλλωστε συμβαίνει και στο ίδιο το rock, είναι το καλύτερο υλικό για δημιουργία. Θα μπορέσει όμως να σταθεί στα πόδια του; Θα μπορέσει να δημιουργήσει τις ταινίες που σχεδιάζει; Θα συναντήσει τους rock ήρωές του;

Ο Μπάμπης Αργυρίου αποτελεί μια εμβληματική φιγούρα του ελληνικού underground και η προσωπική του διαδρομή συμπίπτει, εφάπτεται ή τέμνεται με τις ζωές πολλών εξ ημών: υπήρξε εκδότης κι αρθρογράφος στο περιοδικό Rollin Under, ίσως το κορυφαίο εναλλακτικό μουσικό έντυπο της δεκαετίας του 1980, υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους των ερτζιανών, ίδρυσε και διεύθυνε την εξαιρετική δισκογραφική εταιρεία Lazy Dog, λάνσαρε στην Ελλάδα τον πρώτο mail order κατάλογο αγοράς δίσκων, ενώ από το 2000 είναι επικεφαλής στο μουσικό site www.mic.gr, το οποίο έχει συσπειρώσει στις τάξεις του μερικούς από τους κορυφαίους δισκοκριτικούς και μουσικογραφιάδες του rock. Υπήρξε επίσης ιδιοκτήτης δισκοπωλείου, είναι ο ίδιος συλλέκτης δίσκων και, όπως καταλαβαίνετε, το βιβλίο περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Άλλωστε ο ήρωάς του, ο Σίμος Μπάνσης, θα μπορούσε να είναι ένας από τους χιλιάδες που βρέθηκαν στο Rock In Athens του 1985 για να δουν τους Cure και τους Clash, που είχαν την τύχη να δουν τον Greg Sage στα πρώτα live των Wipers στην Ελλάδα: «Εγώ πρόλαβα τα ρολόγια με κουρδιστήρι, είδα σε πρώτη προβολή τον Κύκλο των χαμένων ποιητών, μεγάλωσα με ΕΡΤ και ΥΕΝΕΔ», εξομολογείται στην κοπέλα που ερωτεύεται για να τοποθετήσει χωροχρονικά τον εαυτό του.

Το μυθιστόρημα του Μπάμπη Αργυρίου είναι ένα ξέφρενο πηγαινέλα στη δεκαετία του 1980 με σύντομες στάσεις-ανάσες στις δεκαετίες του 1990 και στα zeros, αλλά με μουσικές, δισκογραφικές και κοινωνικές αναφορές και στη δεκαετία του 1970, από την οποία ο συγγραφέας κρατάει –τι άλλο;– την έκρηξη του punk και της do-it-yourself ιδεολογίας, την οποία και ο ίδιος υπηρέτησε στο ραδιόφωνο, στον Τύπο, στη δισκογραφία, σε ό,τι κι αν καταπιάστηκε. Βγαλμένο μέσα στο «μάτι του τυφώνα» που χτυπάει τη χώρα, μέσα στην οικονομική κρίση που έχει διαλύσει μέρος του κοινωνικού ιστού, το μυθιστόρημα αυτό ξαναστήνει το σκηνικό που λατρέψαμε εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες και το κάνει με τον φανατισμό ενός μουσικού «μουτζαχεντίν»: «Η μουσική είναι σημαντική για κάποιους, όσο η ιδεολογία για τους αριστερούς που τραβούσαν τα πάνδεινα εξαιτίας της... Είναι ένα απ' τα τελευταία καταφύγια των απογοητευμένων από μεσσίες, ηγέτες, γκουρού και λοιπούς σωτήρες», εξηγεί στον ιδιοκτήτη του σταθμού στον οποίο προτίθεται να εργαστεί.

Το βιβλίο συνοδεύεται από παράρτημα με πληροφορίες για τα δεκάδες συγκροτήματα και τα τραγούδια που «ακούγονται» στις σελίδες του και, όπως συνέβαινε και με τις punk κυκλοφορίες της δεκαετίας του 1970, προτείνεται ανώτερη τιμή πώλησης – 12 ευρώ, που καλύπτουν το κόστος της έκδοσης.

ΥΓ. Eleventh Dream Day: έχω κι εγώ όλους τους δίσκους τους, κάποιους από αυτούς μάλιστα υπογεγραμμένους στην Αθήνα από την Janet Beveridge Bean και τον Rick Rizzo (sorry – μου λείπει το New Moodio του 2013...).

Θανάσης Αντωνίου

[Η ανάρτηση βρίσκεται εδώ]