Έγραψαν

The Books' Journal: H Μαρίλια Παπαθανασίου για το "Προτιμώ τα παλιά τους"

07.05.2015

Η έκσταση και η πραγματικότητα

Από τη Μαρίλια Παπαθανασίου

Είναι το δεύτερο βιβλίο του. Κι εδώ, όπως και στο πρώτο, το αρχικό κίνητρο της συγγραφής εδράζεται στη μουσική. Ως γνωστόν, η μουσική σε ταξιδεύει παντού. Μπορεί στο Φοίνιξ της Αμερικής, μπορεί και στην Ελλάδα της κρίσης….

Στις ευτυχείς λογοτεχνικές στιγμές του 2014, συγκαταλέγεται η εμφάνιση του Σίμου Μπάνση, μουσικόφιλου από τη Θεσσαλονίκη, και  του πρώτου βιβλίου του Μπάμπη Αργυρίου, με τίτλο Έχω όλους τους δίσκους τους. Χάρη στον Σίμο, λάτρη της ανεξάρτητης ροκ μουσικής της δεκαετίας του 1980, μέγα θαυμαστή του κινηματογράφου και αθεράπευτα ευφυολόγο, γνωρίσαμε τον Μπάμπη Αργυρίου, έναν συγγραφέα που μπορεί να άργησε να ανθίσει, έχει όμως αδιαμφισβήτητα ταλέντο και μέλλον. Απόδειξη, το δεύτερο βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε με τίτλο Προτιμώ τα παλιά τους.

Ήρωας και εδώ είναι ο Σίμος Μπάνσης που προσπαθεί, έχοντας γίνει πλέον 40 ετών, να ενηλικιωθεί. Στο πρώτο βιβλίο, ο Σίμος βλέπει τη ζωή του να αλλάζει εξ αιτίας μιας απρόσμεντις τραγωδίας και αποφασίζει ότι η μόνη διέξοδος είναι προς τα πάνω. Στο Προτιμώ το παλιά τους ο Σίμος επιχειρεί να καλλιεργήσει τη δημιουργικότητά του έχοντας και πάλι, ως όχημα, τη μουσική. Θέλει να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ «που θα μπορούσε να αφορά οποιονδήποτε ανακαλύπτει ότι η μουσική είναι ο κοντινότερος δρόμος προς την έκσταση και γίνεται ιεροκήρυκάς της» (σελ. 10). Επειδή ωστόσο υπάρχει και ο βιοπορισμός, ο ήρωας εξακολουθεί να δουλεύει ως τηλεφωνητής σε γραμμή παροχής ψυχολογικής υποστήριξης. Είναι μια δουλειά άχαρη που όμως δίνει την ευκαιρία στον συγγραφέα να αφηγηθεί ιστορίες της σημερινής Ελλάδας της κρίσης, ίσως όχι τόσο εξωφρενικές όσο μοιάζουν. Ο Σίμος διατηρεί την ψυχραιμία και το χιούμορ του ακόμη και όταν έχει στην τηλεφωνική γραμμή γυναίκες όσο του αφηγούνται τα εγκλήματα που διέπραξαν: «έζησες γεμάτη ζωή», λέει σε μια απ' αυτές, «μια ζωή του ύψους και του βάθους» (σελ. 21). Ενώ την επιθετική νεαρή Νικολέτα που τον κατηγορεί ως «κοράκι» και «αρπαχτικό» γιατί «με τη δουλειά που κάνει, εκμεταλλεύεται τους απελπισμένους, τους ηττημένους από τη ζωή» (σελ. ΙΟ7), την εγκαταλείπει με το αποστομωτικό: «Μπλέξαμε με τους εθελοντίστας». Σχόλιο περισσότερο από εύστοχο: στη χρεοκοπημένη Ελλάδα του 2015, η έννοια της εργασίας, της ανάγκης για εργασία με σκοπό την επιβίωση, και η έννοια του εθελοντισμού, συγχέονται στο μυαλό πολλών, νεαρών και μή, που ομνύουν στα κινήματα και την κοινωνική αλληλεγγύη, συχνά ανέξοδα και εκ του ασφαλούς.

Ο Μπάμπης Αργυρίου, όπως διαβάζει κανείς και στο βιογραφικό του στην ιστοσελίδα του www.babisargyriou.gr, αφιέρωσε το μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής του στη μουσική: φανατικός ακροατής, παραγωγός, ιδρυτής δισκογραφικής εταιρείας, δισκοπώλης, εκδότης μικρών μουσικών εντύπων. Η μουσική είναι, όπως και για τον ήρωά του, η μεγάλη σταθερά της ζωής του. Δεν ταμπουρώνεται όμως πίσω από την ταμπέλα του φανατικού μουσικόφιλου, και μάλιστα ενός συγκεκριμένου μουσικού ιδιώματος, δεν είναι δηλαδή άνθρωπος μονομανής και αδιάφορος. Αντιθέτως, αφήνει τη μουσική να τον οδηγήσει σε άλλες ατραπούς, στον κινηματογράφο, στη λογοτεχνία, στη ζωγραφική. Λέει, σε έναν από τους μονολόγους του, ο Στέφανος, ο αδελφός του Σίμου:

Από τους Special ΑΚΑ άκουσα για πρώτη φορά το όνομα του Νέλσον Μαντέλα και ψάχνοντας έμαθα τι ήταν το apartheid, από τους Clash για τους Sandinistas, πάλι από τους Clash, τους Ex και τους Durutti Column για τον ισπανικό εμφύλιο. (σελ. 139).

Αντιμετωπίζοντας λοιπόν το ροκ ως κλειδί που ανοίγει πολλές πόρτες, ο Αργυρίου κατορθώνει να γράφει πειστικά και απολαυστικά ακόμη και για πράγματα που δεν γνωρίζει από πρώτο χέρι - μήπως αυτό δεν είναι ένα από τα χαρακτηριστικό των καλών συγγραφέων; Έτσι, ο Σίμος Μπάνσης βρίσκεται, χάρη σε μια ευτυχή συγκυρία, να ταξιδεύει στο Φοίνιξ της Αριζόνας, αναζητώντας έναν μουσικό που θαυμάζει από τη νεανική του ηλικία. Οι σελίδες που αφιερώνει ο συγγραφέας στο ταξίδι του Σίμου στην Αμερική θα μπορούσαν να είναι βγαλμένες από ένα road movie, με περισσή δόση χιούμορ. Ο Σίμος αγαπάει την Αμερική -πώς θα μπορούσε άλλωστε ένας ροκάς να μην αγαπάει την Αμερική και να βαλτώνει σε στείρο αντιαμερικανισμό- αλλά και δεν τής χαρίζεται. «Τα όπλα επιτρέπονται στο κλαμπ; Όχι, δεν επιτρέπονται» (σελ. 192), διαβάζει ο ήρωας πριν μπει για να παρακολουθήσει μια συναυλία. Θυμίζοντάς μας ότι η Αμερική δεν είναι μόνο η ανοιχτωσιά, οι ατελείωτοι αυτοκινητόδρομοι, η γοητεία της ερήμου, η αφθονία, αλλά και η κουλτούρα των όπλων και της Άγριας Δύσης που καλά κρατεί σε περιοχές όπως π.χ. η Αριζόνα.

ΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Ο αναγνώστης ωστόσο θα κρίνει αν ακόμη και αυτή η βαθιά Αμερική μπορεί να συγκριθεί με τη σημερινή Ελλάδα, όπως την σκιαγραφεί η Δωροθέα, συνταξιδιώτισσα του Σίμου στην πτήση της επιστροφής από τον Φοίνικα:

Ευχαριστώ τον ελληνικό λαό γιατί με κάνει να νιώθω έξυπνη. Δεν έχω γνωρίσει άλλον λαό τόσο βαρεμένο που να αφήνει το χρόνο να περνάει κάνοντας προσωρινές δουλειές, περιμένοντας από το Θεό της Ελλάδας να ρίξει μπροστά του την ευκαιριάρα που θα τον κάνει πλούσιο. Περιμενάδα θα έπρεπε να λέγεται η χώρα. Ακόμα και τους ανυπόφορους πολιτικούς, περιμένουν να τους απομακρύνει η
υπέρτατη δύναμη. (σελ. 235)

Σε αυτή τη χώρα, όμως, ο Σίμος Μπάνσης επιμένει να προσπαθεί να ζει. Για το αν θα προσγειωθεί στην πραγματικότητά της, ο συγγραφέας δεν έχει -προς το παρόν- απάντηση. Ίσως την αποκαλύψει στο επόμενο βιβλίο του.

[The Books’ Journal #55 – Μάιος 2015]