Κείμενα

Ένα τ’ αριστερό (Το πρώτο κεφάλαιο του “Προτιμώ τα παλιά τους”)

Είμαι αρκετά μεγάλος σε ηλικία και θυμάμαι ταχυδρόμους να μεταφέρουν ασήκωτες τσάντες με γράμματα, κάρτες, διαφημιστικά φυλλάδια και μικροδέματα, να χτυπάνε κουδούνια και να πληρώνουν επιταγές και συντάξεις κατ’ οίκον. Όσα δηλαδή διαχειρίζονταν αποκλειστικά πριν παραμεριστούν απ’ τις τράπεζες, τους ταχυμεταφορείς και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο τα οποία μείωσαν το τζίρο του παραδοσιακού και υποτίμησαν την αξία των μετοχών του.

Θυμήθηκα τους ταχυδρόμους εξαιτίας ενός χρήσιμου μηνύματος το οποίο ο παροχέας του mail μου χαρακτήρισε σκουπίδι και το έστειλε στον ειδικό φάκελο όπου και διαγράφεται αυτόματα μετά από ένα χρονικό διάστημα. Στην πραγματική ζωή κανείς δεν εξουσιοδοτεί τον ταχυδρόμο να αξιολογεί την αλληλογραφία του, να ρίχνει τους χρήσιμους φακέλους στο γραμματοκιβώτιο και τους άλλους με το διαφημιστικό υλικό στον κάδο των σκουπιδιών. Στον ψηφιακό κόσμο το κάνουν όλοι νιώθοντας και λίγο υποχρεωμένοι για τη δωρεάν χρήση της εφαρμογής.

Ως αποστολέας του χρήσιμου μηνύματος φερόταν το «Στέκι φίλων των όψιμα ανθισμένων δημιουργών» και η πρόσκληση αφορούσε τα εγκαίνια του νέου χώρου του όπου θα παρίστατο και ο σκηνοθέτης Jim Sheridan, ο οποίος, ως είθισται σ’ αυτές τις εκδηλώσεις, θα μιλούσε για το έργο του και θα συζητούσε με τους θαυμαστές του έργου του.

Απ’ το επεξηγηματικό, συνοδευτικό κείμενο πληροφορήθηκα ότι η ομάδα δημιουργήθηκε για να τιμήσει τους late bloomers, όπως τους λένε στο εξωτερικό, τους δημιουργούς οι οποίοι καθυστέρησαν να κυκλοφορήσουν την πρώτη δουλειά τους. Επειδή δεν υπάρχει σαφές χρονικό όριο που να διαχωρίζει τους έγκαιρα εκδοθέντες ή κυκλοφορήσαντες απ’ τους αργοπορημένους, τα μέλη της ομάδας έλαβαν υπ’ όψη τους τον μέσο όρο διάρκειας ζωής ο οποίος για πολλούς τοποθετείται στα 75 χρόνια, και έβαλαν ως όριο για συμμετοχή στο κλαμπ τα 38· την πρώτη χρονιά του δεύτερου ημιχρόνου της ζωής ενός δημιουργού.

Την απορία μου αν είναι τόσο πολλοί οι αργοπορήσαντες ακολούθησε η ταχεία λήψη της απόφασης να παρευρεθώ στην εκδήλωση που θα ξεκινούσε σε οκτώ ώρες, σ’ ένα χώρο της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου. Χάρηκα για την επικείμενη συμμετοχή μου σ’ αυτό το σπάνιο δρώμενο και αναπτερώθηκε το ηθικό μου ανακαλύπτοντας ότι αυτοί οι οποίοι για τους δικούς τους λόγους άργησαν να γευτούν τη χαρά της δημοσιοποίησης του έργου τους είναι τόσο πολλοί, ώστε να δικαιολογείται και ίδρυση τιμητικής λέσχης στην πόλη μου. Μπορεί κι εγώ να μην ήμουν παιδί θαύμα ή νέος θαύμα, αρκούσε που μπορούσα να γίνω θαύμα άνευ ηλικιακού προσδιορισμού, να γίνω ένας απ’ αυτούς και κάποιοι, ίσως και πολλοί, θα με δέχονταν στην οικογένειά τους μόνο γι’ αυτό, για τη δημιουργία και κοινοποίηση έργου τέχνης στην ηλικία κατά την οποία πολλοί συμπολίτες μου αρχίζουν να μετράνε τα χρόνια μέχρι τη συνταξιοδότησή τους. Δεν απέκλεια την πιθανότητα να γνωρίσω εκεί μέσα και καμιά θαυμάστρια αυτής της κατηγορίας δημιουργών, η οποία θα με δεχόταν, όχι μόνο στην οικογένεια αλλά και την αγκαλιά της, θα διέκρινε και θα εκτιμούσε κάθε πτυχή του ταλέντου μου και θα με στήριζε οδοντονυχί, θα γινόταν η γυναίκα η οποία λένε ότι βρίσκεται πίσω από κάθε επιτυχημένο άρρενα.

Ντύθηκα στα μαύρα και βγήκα απ’ το σπίτι. Τα πεζοδρόμια είχαν κίνηση, οι δρόμοι περισσότερη· αν μπορείς να ονομάσεις δρόμους τα μονοπάτια μεταξύ των πολυκατοικιών, σε μια πόλη η οποία αν και καταστράφηκε πριν από 100 μόλις χρόνια, κανένας εκ των υπευθύνων δεν πρόβλεψε την αύξηση του αριθμού των αυτοκινήτων ώστε να μεριμνήσει για φαρδύτερους δρόμους. Βαδίζοντας ήθελα να συναντώ ευδιάθετους πεζούς όπως ήμουν κι εγώ αλλά η καλή διάθεσή μου δεν βρήκε ταίρι. Αντί για χαμογελαστούς είδα σοβαρούς και αγχωμένους άνδρες και γυναίκες που έτρεχαν να ψωνίσουν ή να προλάβουν ένα από τα τελευταία μισογεμάτα λεωφορεία πριν το κλείσιμο της αγοράς.

Περπάτησα ακολουθώντας την Φιλίππου και μετά την Βενιζέλου μέχρι το στέκι που στεγάζονταν σ’ ένα μεγάλο, τετράγωνο χώρο χωρίς κολόνες, στον πρώτο όροφο ενός νεοκλασικού χωρίς ασανσέρ. Μπαίνοντας είδα απέναντί μου δύο μπαλκονόπορτες χωρίς κουρτίνες, ένα γραφείο με τρεις καρέκλες στην αριστερή πλευρά, ένα ψυγείο κι ένα μικρό μπαρ χωρίς σκαμπό στη δεξιά της αιθούσης. Το ξύλινο πάτωμα ήταν σκεπασμένο με μουσαμά και οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με ανοιχτό μπεζ χρώμα. 20 με 25 άτομα είχαν φτάσει πριν από μένα και σχημάτιζαν πηγαδάκια ή χάζευαν τα εκθέματα στους τοίχους, κρατώντας μία μπύρα στο χέρι, ένα τσιγάρο ή και τα δύο. Άρχισα να χαζεύω κι εγώ προσεκτικά τις κομψές κορνίζες οι οποίες προστάτευαν αφίσες ταινιών, εξώφυλλα δίσκων και βιβλίων και στο πάνω μέρος είχαν γραμμένο το όνομα του δημιουργού τους. Σε παρένθεση δίπλα στο όνομα υπήρχε ένας αριθμός ο οποίος μάντεψα ότι αφορούσε την ηλικία του όταν κυκλοφόρησε το πρώτο έργο του.

Η πρώτη κορνίζα δίπλα στην είσοδο της αίθουσας και η τελευταία που αντίκριζες φεύγοντας, φιλοξενούσε την αφίσα της πρώτης ταινίας του επίτιμου καλεσμένου της βραδιάς, Jim Sheridan, με τίτλο «Το αριστερό μου πόδι». Μέσα στην παρένθεση υπήρχε το νούμερο 40. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να αναγράφεται και η χρονιά πρώτης προβολής της ταινίας. Όταν ήμουν νέος δεν έδινα μεγάλη σημασία στις χρονολογίες αλλά μετά τα 30 άρχισα να ταξινομώ το κάθε τι μαζί με την ημερομηνία γέννησής του.

Για να σπάει η μονοτονία της ευθείας γραμμής, κάθε επόμενη κορνίζα ήταν κρεμασμένη γύρω στα δέκα εκατοστά πιο πάνω ή πιο κάτω απ’ την προηγούμενη, έτσι πιο χαμηλά είδα το όνομα William S. Burroughs (39) κι ένα εξώφυλλο του “Junky” που έβλεπα για πρώτη φορά και λίγο πιο ψηλά την αφίσα της ταινίας “Η Έβδομη Ήπειρος” του Michael Haneke (47). «Με ωραία θεματολογία ξεκίνησαν οι συγκεκριμένοι», σκέφτηκα. «Ένας παραπληγικός που μπορούσε να κουνήσει μόνο το ένα πόδι, οι περιπέτειες ενός ναρκομανούς και μια τριμελής οικογένεια η οποία αυτοκτόνησε αφού πρώτα κατέστρεψε το σπίτι και τα υπάρχοντά της». Το επόμενο έκθεμα ήταν η κασέτα “Wrong Side Of Memphis” του τεξανού Johnny Dowd ‎(47). Ευχαρίστησα νοερά τον Haneke και τον Dowd γιατί μ’ έκαναν να αισθανθώ παιδαρέλι, χάρηκα ενθυμούμενος ότι ο Burroughs έγινε συγγραφέας μετά την ακούσια δολοφονία της γυναίκας του και ένιωσα μια μικρή ταύτιση αφού εγώ θα δραστηριοποιούμουνα ως σκηνοθέτης μετά τον αιφνίδιο θάνατο του αδερφού μου Στέφανου.

Αναρωτήθηκα γιατί το εξώφυλλο ενός βιβλίου διαφοροποιείται από χώρα σε χώρα ενώ του δίσκου σπάνια αλλάζει. Πιθανολόγησα ότι τα παραρτήματα των πολυεθνικών που κυκλοφορούσαν τους δίσκους σε κάθε χώρα δεν είχαν λόγο να πληρώνουν γραφίστες για να φτιάχνουν καινούρια. Όταν μια τοπική εταιρεία έπαιρνε άδεια κυκλοφορίας ενός αμερικάνικου ή αγγλικού δίσκου υποχρεώνονταν να κρατήσει το ίδιο εξώφυλλο για ν’ αποφευχθούν επιλογές-εκτρώματα. Στη Ελλάδα τα παραρτήματα των πολυεθνικών ή οι αντιπρόσωποί τους πρόσθεταν ένα Made In Greece και μια διεύθυνση κάπου στη Μεσογείων, με γραμματοσειρά η οποία συχνά δεν ταίριαζε με την αισθητική του οπισθόφυλλου. Δεν γνωρίζω γιατί δεν ισχύουν τα παραπάνω στις εκδόσεις βιβλίων και οι τοπικοί εκδότες μπορούν να προσθέσουν τη σφραγίδα τους, διαλέγοντας εξώφυλλο της αρεσκείας τους.

Η επόμενη απορία μου αφορούσε τα μέλη συγκροτημάτων που κυκλοφόρησαν με καθυστέρηση προσωπικό δίσκο παράλληλα με την ενασχόλησή τους στο συγκρότημα ή μετά τη διάλυσή του. Διαπίστωσα ότι οι υπεύθυνοι του στεκιού δεν τους θεωρούσαν late bloomers. Μάλλον ζιζάνια που τρέφονταν απ’ τη φήμη των συγκροτημάτων τους.

Συνέχισα να χαζεύω και να μαθαίνω. Μετά από ένα εξώφυλλο δίσκου με ισπανικό τίτλο και άγνωστο σε μένα όνομα δημιουργού, είδα την “Τρέλα του Αλμάγερ” του Joseph Conrad (38), την “Ζυστίν” του Marquis de Sade (51), τον “Μεγάλο ύπνο” του Raymond Chandler (51), τον “Τροπικό του καρκίνου” του Henry Miller (43), το “Ζώδιο του Λέοντα” του Eric Rohmer (39). Καθώς κοίταζα την αφίσα του τελευταίου, ένα ζευγάρι τριαντάρηδων στάθηκε δίπλα μου και ο γενειοφόρος διοπτροφόρος ρώτησε την συνοδό του αν είχε δει την ταινία. Ενημερωθήκαμε αμφότεροι πως επρόκειτο για πολύ καλή ταινία. Στη συνέχεια τους άκουσα να διαφωνούν για τον Iannis Xenakis ο οποίος δεν είχε συμπεριληφθεί στη λίστα των late bloomers, αν και ο πρώτος δίσκος με έργα του κυκλοφόρησε όταν ήταν 43 ετών. Η κοπέλα υποστήριζε ότι στο είδος μουσικής του μετράει η χρονιά σύνθεσης ενός έργου ή έστω ζωντανής παρουσίασης, εκείνος υποστήριζε ότι τα βιβλία και οι δίσκοι ταξινομούνται σύμφωνα με τη χρονολογία έκδοσης, άσχετα πότε γράφτηκε το κείμενο ή τα τραγούδια. Εγώ σκέφτηκα ότι αν υπολογίζαμε την χρονολογία κυκλοφορίας πρώτου δίσκου των κλασικών θα είχαμε βιβλικές ηλικίες δίπλα στα ονόματα: Johann Sebastian Bach (220), Tomaso Albinoni (235).

«Τι να μας πουν για τη ζωή οι πιτσιρικάδες και τα παιδιά θαύματα», είπα μέσα μου αργότερα, «που την ψωνίζουν νωρίς ή φτάνουν στην κορυφή και μετά πέφτουν και σπάνε τα μούτρα τους, δεν έχουν αγαπήσει και μισήσει κατ’ επανάληψη, στερούνται των χιλιάδων εμπειριών και εκατομμυρίων απαραίτητων παραστάσεων για τη δημιουργία αθάνατης τέχνης. Ζήτω οι late bloomers!»

Απομακρύνθηκα δύο βήματα απ’ τον τοίχο και άρχισα να ονειρεύομαι ότι σε λίγο καιρό, σε ένα χρόνο το πολύ, η αφίσα του πρώτου ντοκιμαντέρ μου θα έβρισκε θέση ανάμεσα στις δουλειές των μεγάλων της τέχνης: Σίμος Μπάνσης (41), “Ο ανεκτίμητος ακροατής”. Δεν είχα αποφασίσει ακόμα αν θα πρόσθετα και ένα “Για πάντα” μετά την τελεία.

Σε κάθε εκδήλωση του στεκιού θα στεκόμουν δίπλα στην αφίσα μου, χαζεύοντας δήθεν αδιάφορα το χώρο, αλλά τα ραντάρ αφτιά μου θα κατέγραφαν για πάντα τα σχόλια των επισκεπτών για το δημιούργημά μου.

«Το είδες αυτό, είναι αποκάλυψη, διαμαντάκι, πολύ ευχάριστη έκπληξη».

«Ποιος είναι ο τιμώμενος στην ταινία;»

«Μικρή σημασία έχει. Θα μπορούσε να αφορά οποιονδήποτε ανακαλύπτει ότι η μουσική είναι ο κοντινότερος δρόμος προς την έκσταση και γίνεται άμισθος ιεροκήρυκάς της».

Τα αρνητικά έως και προσβλητικά σχόλια θα ήθελα να διαγράψω στη στιγμή απ’ τη μνήμη μου.

«Γιατί συμπεριέλαβαν αυτή την τσόντα εδώ, θα εισηγηθώ να την αποσύρουν. Αγοράζοντας ο καθένας μια κάμερα νομίζει ότι έγινε Σπίλμπεργκ».

Αν και τελείωσα τη σχολή σκηνοθεσίας μερικά χρόνια πριν τριανταρίσω, άφησα τα επόμενα να κυλήσουν ανεκμετάλλευτα. Με απορροφούσαν οι δουλειές και οι έρωτες όταν τους είχα, η αναζήτησή τους όταν έμενα άνεργος ή μπάκουρος, με καθυστερούσε η αναζήτηση της φοβερής ιδέας, τα χρήματα που δεν διέθετα. Πολλές φορές θέλεις να ασχοληθείς αλλά νιώθεις σαν ιστιοφόρο σε νηνεμία και το αναβάλεις μέχρι ν’ ανέβουν τα μποφόρ. Πιστεύεις ότι έχεις ολόκληρη τη ζωή μπροστά σου, και λες, ας περάσει κι αυτό το καλοκαίρι, ας απολαύσω λίγο την τεμπελιά, ας χαρώ απρόσκοπτα αυτό το μεγάλο έρωτα, ας ξεχάσω πρώτα τον πόνο του χωρισμού, ας προετοιμαστώ καλά πριν βάλω μπροστά, και μια μέρα μαθαίνεις ότι πέθανε ο αδερφός σου και το παίρνεις απόφαση ότι δεν είσαι πια ο μικρός που μπορεί να κωλοβαράει επ’ άπειρον στη σκιά του.

Εμπνεύστηκα τον τίτλο μου από τη φήμη που λέει ότι κάποιοι συγγραφείς γράφουν έχοντας κατά νου έναν συγκεκριμένο αναγνώστη. Προτίμησα το επίθετο «ανεκτίμητος» για τη διπλή σημασία του: ήταν πολύτιμος ακροατής αλλά και δεν εκτιμήθηκε όσο νομίζω ότι άξιζε. Αν ήμουν μουσικός θα ηχογραφούσα έχοντας κατά νου τα αφτιά του αδερφού μου. Δεν ανήκε στους ακροατές των πάντων, δεν ανεχόταν την υστεροβουλία και την κλάψα των μουσικών, ούτε άντεχε την πολλή σαχλωδία. Όπως άλλοι αναζητούν τρόφιμα χωρίς προσμίξεις και συντηρητικά, αυτός ήθελε η μουσική να είναι το αντίστοιχο της πρωτόγονης κραυγής – αληθινή και λίγο ή πολύ οδυνηρή, να σε ξεβολεύει, να σε ταρακουνά. Η μουσική ήταν η ζωή του, δεν ήταν η δουλειά του – ποτέ δεν έγινε δουλειά του. Όταν ήμουν μικρός τού είπα ότι πολλοί μουσικοί μοιάζουν με ποδοσφαιριστές που δίνουν μεγάλη σημασία στο θέαμα, στις ντρίπλες και στην επίδειξη δεξιοτεχνίας, αλλά ξεχνούν το βασικό στόχο, το σκοράρισμα. Ένιωσα ωραία όταν άκουσα να επιδοκιμάζει το σκεπτικό μου.

Δεν ανήκε στις προτεραιότητες αλλά έπρεπε ν’ αποφασίσω και τη μορφή της αφίσας μου. Αν ήταν πολύχρωμη ή μονόχρωμη, με μεγάλα ή μικρά γράμματα, αν έβαζα και ένα μικρό κείμενο εκτός του τίτλου και του ονόματός μου. Στην πορεία αυτής της διαδικασίας θα έπρεπε να πάρω εκατοντάδες αποφάσεις και φοβόμουν πολύ τις λάθος επιλογές.

Ο Jim Sheridan μπήκε στην αίθουσα παρέα με έναν εκ των διοργανωτών της εκδήλωσης, στάθηκαν δίπλα μου και ο συνοδός του, αφού είδε ότι δεν είχε μαζευτεί αρκετός κόσμος, του ζήτησε μιλώντας αγγλικά να περιμένει για ένα μισάωρο πριν μιλήσει στους συγκεντρωθέντες. Βρήκα την ευκαιρία ν’ απλώσω το χέρι μου στον Jim και να του συστηθώ. Ήμασταν σχεδόν ισοϋψείς αλλά αυτός με περνούσε 25 χρόνια, ίσως και τόσα κιλά, είχε άσπρα μαλλιά και προχωρημένη φαλάκρα. Φορούσε λευκό πουκάμισο, σκούρο γκρίζο κουστούμι και γραβάτα. Μου φάνηκε άνθρωπος χωρίς απωθημένα, άνθρωπος ο οποίος έζησε γεμάτη ζωή και με χαρά μοιράζεται τις εμπειρίες και τη σοφία του.

Είπα «χαίρομαι πολύ που σε συναντώ» απάντησε με τη μπάσα φωνή του «κι εγώ χαίρομαι» και μετά δεν ήξερα τι να πω. Αν είχα προβλέψει το τετ α τετ και είχα προετοιμαστεί, θα του έλεγα ότι το «Αριστερό μου πόδι» είναι μάλλον η καλύτερη πρώτη ταινία σκηνοθέτη απ’ όσες έχω δει, γεμάτη συγκινητικά ευρήματα και έντονες σκηνές ικανές να λασκάρουν τα φρένα των δακρύων, να τον συγχαρώ για την επιλογή των ηθοποιών και για τους χαρακτήρες που έπλασε. Αντ’ αυτών είπα ότι βλέποντας την ταινία υποσχέθηκα στον εαυτό μου να μη δηλώσω δυστυχής όσο μπορώ και περπατάω, υπόσχεση που δεν τήρησα, αλλά θυμάμαι σε κάθε επόμενη θέαση της ταινίας. Απάντησε ότι αυτό του λένε όλοι και ένιωσα άσχημα για την κοινοτοπία μου. Βιάστηκα ν’ αλλάξω συζήτηση και αφού τον ενημέρωσα για το εγχείρημα που ετοιμάζω, του ζήτησα μια συμβουλή.

«Όταν φτάνεις σε δίλημμα άφηνε την τολμηρή επιλογή να κερδίζει - αυτήν δικαιώνει συχνά ο χρόνος», είπε. Και συμπλήρωσε ότι αυτός ακολουθεί τη συμβουλή του συμπατριώτη του Samuel Beckett: «Απέτυχες; Δεν πειράζει, ξαναδοκίμασε, απότυχε ξανά, απότυχε καλύτερα». Χαμογελάσαμε καθώς κοιταζόμασταν και για μένα αυτή ήταν μια μαγική και αξέχαστη στιγμή επικοινωνίας. Ζήτησε συγγνώμη, με χτύπησε φιλικά στην πλάτη και κατευθύνθηκε προς το μπαρ.

Μετά από τρία τέταρτα της ώρας κάθισε πίσω απ’ το γραφείο, χαιρέτησε και μας ευχαρίστησε που μαζευτήκαμε για να τον ακούσουμε και να μιλήσουμε μαζί του. Πριν αρχίσει να μιλάει, πήρε το λόγο ο συνοδός και μεταφραστής του και ζήτησε απ’ τους παρισταμένους ν’ απλωθούν γύρω-γύρω στους τοίχους, ώστε να μπορούν να βλέπουν όλοι τον επίτιμο καλεσμένο. Οι ογδόντα περίπου άνδρες και γυναίκες ανήκαν σε ευρύ φάσμα ηλικιών αλλά οι γύρω στα 40 πλειοψηφούσαν. Ανάμεσά τους ίσως υπήρχαν κι άλλοι σαν εμένα, που ετοίμαζαν το πρώτο έργο τους και ήρθαν στην εκδήλωση για ν’ αντλήσουν θάρρος και έμπνευση.

Ο εισηγητής έδωσε το λόγο στον σκηνοθέτη αφού πρώτα έκανε σύντομη αναφορά στην καριέρα του. Ο Jim μίλησε με χιούμορ για τις νεανικές ασχολίες του, τη μεγάλη διάρκεια προετοιμασίας τής πρώτης ταινίας του, τις αμφιβολίες για την αξία της, τους γνωστούς του που εξέφραζαν ενδοιασμούς επειδή έβρισκαν την ιστορία του Christy Brown καταθλιπτική, την υποστήριξη της οικογενείας του. Παρότρυνε τους δημιουργούς να απολαμβάνουν τη διαδικασία και συμπλήρωσε ότι ο αγώνας του από τη στιγμή που έγινε διάσημος, έγινε αγώνας εναντίον της παράδοσης στην ευκολία. Προκάλεσε πολλές φορές τα γέλια του κοινού και τον ζήλεψα, όπως ζήλεψα και την ευχέρεια στην έκφρασή του.

Μετά σκέφτηκα πόσο ωραία είναι η αίσθηση της ταπεινότητας, της αγωνίας και του τρεμάμενου φυλλοκαρδιού που ανιχνεύω σε δίσκους νεοεμφανιζόμενων συγκροτημάτων. Στο ξεκίνημα οι ανασφαλείς μουσικοί προβάρουν τα τραγούδια εκατοντάδες φορές, τα αλλάζουν και τα τελειοποιούν πριν τα ηχογραφήσουν. Η αποδοχή και η καταξίωση φέρνουν μαζί τον εφησυχασμό και την τεμπελιά. Το γούστο του κοινού γίνεται οδηγός. Τραγουδιστές γράφουν στίχους στο πόδι ή την τελευταία στιγμή στο στούντιο ηχογράφησης. Αλλά και οι αποτυχημένοι αποφεύγουν την υπερπροσπάθεια. Μήπως υπάρχει περίπτωση να τους αγοράσουν περισσότεροι αν δουλέψουν εξαντλητικά το υλικό του επόμενου δίσκου;

Βέβαια ισχύει και το άλλο, ότι ο πρώτος δίσκος περιέχει το απόσταγμα εμπειριών δύο δεκαετιών ενώ ο δεύτερος του ενός ή των δύο χρόνων που μεσολαβούν απ’ την κυκλοφορία του πρώτου. Στις ταινίες το πράγμα αλλάζει, δεν ξεκινάς απ’ το μηδέν, βρίσκεις ένα σενάριο το οποίο μπορεί να είναι το πέμπτο ή το δέκατο τρίτο του σεναριογράφου, το βιβλίο ενός πεπειραμένου ή μια αληθινή ιστορία και ξεκινάς με πλεονέκτημα.

Έμεινα στο χώρο μέχρι το τέλος της εκδήλωσης, παρότι οι ερωτήσεις του κοινού δεν ήταν ενδιαφέρουσες. Τι τους νοιάζει αν προβάρει πολλές φορές μια σκηνή πριν τη γυρίσει ή αν κάνει πολλές λήψεις ώσπου να πετύχει την τέλεια, ποιος ηθοποιός ήταν ο πιο δύσκολος στη συνεργασία ή αν βρίσκει εύκολα χρηματοδότηση; Αν ήθελαν να τον προκαλέσουν μπορούσαν να θέσουν κακές ερωτήσεις. Δεν ήταν εύκολη λύση για την πρόκληση συγκίνησης η παρουσίαση των προβλημάτων ενός σακάτη; Πώς νοιώθει που οι περισσότεροι δεν θυμούνται άλλη ταινία του; Μήπως η πρώτη του ταινία χρωστάει μεγαλύτερο μέρος της επιτυχίας της στον πρωταγωνιστή Daniel Day-Lewis; Δεν είναι ξεπεσμός να γυρίζεις ταινία με πρωταγωνιστή τον 50 Cent; Αλλά οι ερωτώντες δεν μου έμοιαζαν, ήταν καλοί άνθρωποι και δεν ήθελαν να τον στεναχωρήσουν.

Φεύγοντας ένοιωθα ότι έβγαλα φτερά και υποσχέθηκα στον εαυτό μου ότι όχι μόνο θα γινόμουν μέλος της παρέας, αλλά θα κέρδιζα και την εκτίμησή της. Όμως δεν χρειαζόταν βιασύνη. Μάλλον… αργοσύνη για να μη σκοντάψω και φάω τα μούτρα μου.

Περπατώντας προς το σπίτι έφερα στο μυαλό μου την εναρκτήρια σκηνή του «αριστερού ποδιού», σκηνή που δεν θυμήθηκα ν’ αναφέρω επαινώντας τον σκηνοθέτη της. Εμφανίζεται ένα γυμνό πόδι και πιάνει με τα δάχτυλα ένα δίσκο όπερας, τον βγάζει απ’ το φάκελο και τον τοποθετεί στο πικάπ. Όχι μόνο αφήνει το βραχίονα με τη βελόνα πάνω στο βινύλιο αλλά χρησιμοποιώντας το μεγάλο δάχτυλο, τον γυρίζει και λίγο πίσω, σαν dj που σκρατσάρει. Αναμφίβολα μια από τις καλύτερες εναρκτήριες σκηνές ταινίας για τα γούστα ενός μουσικόφιλου. Η αντίστοιχη του “High Fidelity” με τους τίτλους να σκάνε πάνω σε περιστρεφόμενο βινύλιο, μοιάζει απίστευτα προβλέψιμη.

Από την πρώτη ταινία του Haneke μού έμεινε το εύρημα της οικογένειας που ξυπνάει και παίρνει πρωινό, αλλά οι ηθοποιοί έχουν κινηματογραφηθεί από το λαιμό και κάτω. Εγώ είχα κατεβάσει τέσσερις ιδέες για φόντο πίσω απ’ τους τίτλους της ταινίας μου.

Κάποιος με την αγκαλιά γεμάτη δίσκους και την πλάτη γυρισμένη στο φακό τους τοποθετεί έναν-έναν στη θέση τους, σε ράφι που καλύπτει ολόκληρο τοίχο.

Δύο χέρια κατασκευάζουν έναν πομπό εκπομπής για τα fm.

Ένα χέρι ανοίγει τους διακόπτες του πομπού, η λυχνία πυρακτώνεται και στο βάθος μια βελόνα παλιού ραδιοφώνου συντονίζεται στη συχνότητα και ακούγεται τραγούδι.

Σ’ ένα πικάπ τραβηγμένο από ψηλά, η βελόνα αφήνει τα ονόματα πάνω στο βινύλιο και αυτά ακολουθούν την σπειροειδή πορεία των αυλακιών μέχρι να σβήσουν στο κέντρο.

Η δεύτερη επιλογή κέρδιζε πόντους επειδή θα προβλημάτιζε τον ανυποψίαστο θεατή που δεν θα καταλάβαινε τι μηχάνημα κατασκευάζουν τα χέρια. Για τους τίτλους σκεφτόμουν να χρησιμοποιήσω στένσιλ γραμματοσειρά.